- ἐλαύνῃς
- ἐλαύ̱νῃς , ἐλαύνωdriveaor subj act 2nd sgἐλαύ̱νῃς , ἐλαύνωdrivepres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυστίς — ξυστίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια 2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως… … Dictionary of Greek